λοιβειον

λοιβειον
    λοιβεῖον
    τό культ. сосуд для возлияний Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λοιβειον" в других словарях:

  • λοιβείον — λοιβεῑον, τὸ (Α) [λοιβή] αγγείο για σπονδή («ἀργυρᾱ λοιβεῑα... τοῑς θεοῑς καθιέρωσεν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • λοιβεῖον — cup for pouring libations neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιβεῖα — λοιβεῖον cup for pouring libations neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιβάσιον — λοιβάσιον, τὸ (Α) το λοιβείον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοιβεῖον + κατάλ. άσιον (πρβλ. καμηλ άσιον, ιππ άσιον)] …   Dictionary of Greek

  • λοιβή — λοιβή, δωρ. τ. λοιβά, ἡ (Α) 1. η σπονδή, ιδίως με υγρά, που προσφερόταν στους θεούς, η χοή («βωμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐίσης, λοιβῆς τε κνίσης τε», Ομ. Ιλ.) 2. το νερό («λοιβὴν Στυγὸς ὤμοσεν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λείβω «χύνω, κάνω σπονδή».… …   Dictionary of Greek

  • λοιβίς — λοιβίς, ίδος, ἡ (Α) [λοιβή] λοιβείον* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»